κακουχία

κακουχία
ἡ (AM κακουχία) [κακουχώς]
1. κακοπάθεια, ταλαιπωρία
2. κακομεταχείριση («κακουχίας μεταίτιοι», Πλάτ.)
νεοελλ.
1. σωματική κακοποίηση («πέθανε από τις κακουχίες»)
2. πληθ. οι κακουχίες
τα δεινοπαθήματα
μσν.-αρχ.
κακοτυχία, δυστυχία
αρχ.
κακή κατάσταση, καχεξία
2. ερήμωση, λεηλασία, κάκωση («ἐπὶ χθονὸς κακουχίᾳ», Αισχύλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κακουχία — κακουχίᾱ , κακουχία maltreatment fem nom/voc/acc dual κακουχίᾱ , κακουχία maltreatment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχίᾳ — κακουχίαι , κακουχία maltreatment fem nom/voc pl κακουχίᾱͅ , κακουχία maltreatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχία — η κακοπάθεια: Στον πόλεμο πέθαναν πολλοί από τις κακουχίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακουχίας — κακουχίᾱς , κακουχία maltreatment fem acc pl κακουχίᾱς , κακουχία maltreatment fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχίαι — κακουχία maltreatment fem nom/voc pl κακουχίᾱͅ , κακουχία maltreatment fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχίαν — κακουχίᾱν , κακουχία maltreatment fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχιῶν — κακουχία maltreatment fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακουχίαις — κακουχία maltreatment fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βωλοδάρσιμο — το κακουχία, δεινοπάθηση …   Dictionary of Greek

  • κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”