κακουχία — κακουχίᾱ , κακουχία maltreatment fem nom/voc/acc dual κακουχίᾱ , κακουχία maltreatment fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχίᾳ — κακουχίαι , κακουχία maltreatment fem nom/voc pl κακουχίᾱͅ , κακουχία maltreatment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχία — η κακοπάθεια: Στον πόλεμο πέθαναν πολλοί από τις κακουχίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κακουχίας — κακουχίᾱς , κακουχία maltreatment fem acc pl κακουχίᾱς , κακουχία maltreatment fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχίαι — κακουχία maltreatment fem nom/voc pl κακουχίᾱͅ , κακουχία maltreatment fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχίαν — κακουχίᾱν , κακουχία maltreatment fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχιῶν — κακουχία maltreatment fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακουχίαις — κακουχία maltreatment fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωλοδάρσιμο — το κακουχία, δεινοπάθηση … Dictionary of Greek
κακ(ο)- — (AM κακ[ο] ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. κακο μούτσουνος, κακο ντυμένος) με… … Dictionary of Greek